ἐπιτελειῶν

ἐπιτελειῶν
ἐπιτέλεια
oversight
fem gen pl
ἐπιτελειόω
complete
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
ἐπιτελειόω
complete
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
ἐπιτελειόω
complete
pres part act masc nom sg
ἐπιτελειόω
complete
pres inf act (doric)
ἐπιτελειόω
complete
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
ἐπιτελειόω
complete
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
ἐπιτελειόω
complete
pres part act masc nom sg
ἐπιτελειόω
complete
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αεροφωτογραφία — Η φωτογραφία που λαμβάνεται από αεροσκάφη με ειδικές φωτογραφικές μηχανές. Οι α. διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με τη διεύθυνση του άξονα της φωτογραφικής μηχανής. Όσες λαμβάνονται με άξονα κάθετο προς την επιφάνεια της Γης (ακριβώς… …   Dictionary of Greek

  • ένοπλες δυνάμεις — Το οργανωμένο σύνολο των στρατιωτικών σωμάτων μιας χώρας (στρατός ξηράς, πολεμικό ναυτικό, πολεμική αεροπορία). Η συγκρότηση των ε.δ. προέκυψε από την αναγκαιότητα για οργανωμένη προστασία των ανθρώπων και αργότερα του κράτους. Σήμερα, σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • διαβίβαση — η 1. μεταβίβαση, μετάδοση, μεταφορά, αποστολή 2. (στον πληθ. και στη στρατιωτική ορολογία) οι διαβιβάσεις το όπλο τού στρατού που είναι επιφορτισμένο με την επικοινωνία τμημάτων, μονάδων, σωμάτων, όπλων, κλάδων, επιτελείων κ.λπ. τού στρατού …   Dictionary of Greek

  • ημερήσιος — Ο καθημερινός, αυτός που διαρκεί μία ημέρα.η. διάταξη. Το σύνολο των ζητημάτων που πρόκειται να συζητηθούν από ένα σώμα, ιδιαίτερα νομοθετικό, μία ορισμένη ημέρα. η. κίνηση του ουρανού.Η περιστροφή της ουράνιας σφαίρας μέσα σε 24 ώρες ή… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Συμβούλιο Ασφαλείας — Ένα από τα κυριότερα όργανα του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών. Αποκλειστική του αρμοδιότητα είναι η λήψη των αναγκαίων μέτρων για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Στο Σ. Α. αναγνωρίζεται ως η «πρωτεύουσα ευθύνη» για την εκτέλεση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”